- αναγουλιάρικος
- -η, -ο [αναγουλιάρης]αυτός που προκαλεί αναγούλα, αηδία, εμετό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγουλιάρης — α, ικο 1. αυτός που αναγουλιάζει, που αηδιάζει εύκολα 2. λαίμαργος, λειχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγούλα. ΠΑΡ. αναγουλιάρικος] … Dictionary of Greek